Ετρουρία

Ετρουρία
Η χώρα των Ετρούσκων. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Τυρρηνία. Βρισκόταν στην κεντροδυτική Ιταλία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Τοσκάνη. Τα όριά της προσδιορίζονται από τον ποταμό Τίβερη, το Τυρρηνικό πέλαγος και τα Απένινα καθώς και τις Απουανές Άλπεις, ενώ τα συνοριακά σημεία της προς τη Λιγυρία τα καθόριζαν οι πόλεις Πίσες, Λούνα και Λούκα. Το νότιο τμήμα της Ε. ήταν ηφαιστειώδες με λίγα ασβεστολιθικά βουνά, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν το Σώρακτο. Οι κυριότεροι ποταμοί της χώρας ήταν ο Άρνος και ο Κλάνις. Είχε πολυάριθμες λίμνες που δημιουργήθηκαν από τους κρατήρες των ηφαιστείων, με πιο γνωστή την Τρασιμένη. Από τις πόλεις της Ε. σώζονται μόνο τα κολοσιαία τείχη τους. Την εποχή του Διοκλητιανού, η Ε. ενώθηκε με τη γειτονική προς τα Α χώρα και πήρε το όνομα Τούσκια και Ούμπρια (Touscia et Umbria). Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ε. ήταν οι Όμβροι. Περίπου τον 9o αι. π.Χ. κατακτήθηκε από τους Eτρούσκους και, μετά τους Σαμνιτικούς πολέμους (αρχές 3ου αι. π.Χ.) από τους Ρωμαίους. Οι ίδιοι οι Ετρούσκοι (βλ. λ.) αυτονομάζονταν Ραζένες και πιθανότατα ήταν άποικοι από τη Λυδία ή τη Φρυγία. Λαός κυρίως γεωργικός, ασχολήθηκε και με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Παρέλαβαν, όπως έλεγαν οι ίδιοι, τη θρησκευτική και πολιτική τους οργάνωση από κάποιο πνεύμα του καλού, τον Τάγητα. Είχαν όμως πολλές θρησκευτικές προλήψεις και κανένας άλλος λαός δεν καλλιέργησε τόσο όσο αυτοί την οιωνοσκοπία. Η καταγωγή της γλώσσας τους είναι άγνωστη μέχρι σήμερα. Κατά περίεργο όμως τρόπο, η επίδρασή της στην εξέλιξη της λατινικής είναι ασήμαντη. Οι Ετρούσκοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα κάποιες τέχνες: κυρίως την πλαστική, τη μικροτεχνία, την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική. Στα έργα τους είναι φανερή η ελληνική επίδραση. Άλλωστε, ο πολιτισμός τους αποτέλεσε την αφετηρία του ρωμαϊκού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • HETRURIA — quae et Tuscia, regio Italiae, Tyrtheno mati incumbens, ad primam usque Tyberis ripam protensa, Macra fluv. a Liguria discreta, auguriorum olim et haruspicinae peritissima. Inde forsan sollers Hetruria Claud. l. 1. in Eutop. Carm. 18. v. 12.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • ετρουσκικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, αλλιώς τυρρηνικός («ετρουσκική τέχνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετρούσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη] …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • λέβης — Μεταλλικό βαθύ σκεύος, κατά την αρχαιότητα, το οποίο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ανατολή, στον ελλαδικό χώρο και στην Ετρουρία. Οι λ. συχνά στηρίζονταν σε τρίποδα, ενώ συνήθως ήταν σφυρήλατοι και διακοσμημένοι με μορφές ζώων. Οι λ. που… …   Dictionary of Greek

  • πιάτο — Μαγειρικό σκεύος, στο οποίο τοποθετείται φαγητό. Η λέξη είναι ιταλικής προέλευσης. Τα περισσότερα π. κατασκευάζονται από μέταλλο, πλαστικό, πορσελάνη ή είναι προϊόντα κεραμικής. Εκτός των πρακτικών σκοπών των π. υπάρχουν και τα διακοσμητικά,… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”